- ποικιλογυνία
- η, Νβιολ. χαρακτηριστικό τών ζωικών ειδών στα οποία τα θηλυκά, σε αντίθεση προς τα αρσενικά, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. poikilogynie (< ποικίλος + γυνή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… … Dictionary of Greek